- σαλιέρα
- η(λ. ιταλ.), αλατιέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλιέρα — η, Ν η αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. saliera < sale «αλάτι» (< λατ. sal, salis «αλάτι»)] … Dictionary of Greek